Posted 4 χρόνια πριν
Οι άνθρωποι οι οποίοι ανακάλυψαν πως απολαμβάνουν μια προπόνηση με βάρη και νιώθουν ικανοί να την ολοκληρώσουν, αργότερα έγιναν μέλη σε ένα νέο γυμναστήριο και συμμετείχαν σε προπονήσεις. Η προπόνηση με βάρη από τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί να αυξήσει όχι μόνο τη δύναμη και τη μυϊκή τους μάζα, αλλά και τα κίνητρα και την αυτοπεποίθησή τους, ενθαρρύνοντάς τους να συνεχίσουν να αθλούνται, σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα νέα έρευνα η οποία αφορά στις επιδράσεις στα συναισθήματα των ατόμων που ακολουθούν πρόγραμμα γυμναστικής με βάρη. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν πως τα άτομα που ανησυχούν και πιστεύουν ότι είναι πολύ μεγάλα σε ηλικία για να ξεκινήσουν ασκήσεις αντίστασης, πιθανόν οφείλουν να το δοκιμάσουν για να δουν πώς το σώμα και το μυαλό τους ανταποκρίνεται σε αυτές. Φυσικά έχουμε ήδη πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν πως η άσκηση με βάρη μπορεί να μας βοηθήσει να γεράσουμε καλά. Από την αρχή της ηλικίας των 40 ετών, οι περισσότεροι από μας χάνουμε μυϊκή μάζα, με ρυθμό 5% ανά δεκαετία, με την πτώση αυτή συχνά να επιφέρει μεγάλη αδυναμία και εξάρτηση. Ωστόσο οι έρευνες δείχνουν πως οι μεγαλύτεροι άνθρωποι που σηκώνουν βάρη μπορούν να καθυστερήσουν ή να αντιστρέψουν αυτή τη δεκαετία. Έχει αποδειχθεί πως οι τελευταίοι αυξάνουν τη μυϊκή μάζα τους και τη δύναμή τους, καθώς επίσης αποκτούν καλύτερη κινητικότητα, οξύτερο νου και καλύτερο μεταβολισμό. Για αυτούς που έχουν όραμα Τα στατιστικά δείχνουν πως σχεδόν το 17% των ηλικιωμένων ατόμων στην Αμερική κάνουν προπόνηση με βάρη. Έτσι σαν κομμάτι μιας μεγαλύτερης έρευνας που αφορά στην προπόνηση με βάρη στους ηλικιωμένους και η όποια διεξήχθη στο πανεπιστήμιο της Jyvaskyla στη Φινλανδία, επιστήμονες ανακάλυψαν πώς η προπόνηση με βάρη αλλάζει το μυαλό και το μυϊκό σύστημα των ανθρώπων που δεν το έχουν δοκιμάσει ξανά. Απευθύνθηκαν σε 81 ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες ηλικίας μεταξύ 65 και 75 ετών, οι περισσότεροι Φινλανδοί, υγιείς και σωματικά δραστήριοι, οι οποίοι συμφωνήσαν να ξεκινήσουν προπόνηση με αντιστάσεις. Για όλη την έρευνα, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα γυμναστικής υπό επιτήρηση με συχνότητα 2 φορές την εβδομάδα. Το πρόγραμμα αφορούσε στην προπόνηση αντιστάσεων για όλο το σώμα στο χώρο του πανεπιστημίου με σκοπό να εξοικειωθούν οι συμμετέχοντες με τις κατάλληλες τεχνικές και να θέσουν τις βάσεις δύναμης στο σώμα τους. Μετά από τρεις μήνες, το group χωρίστηκε τυχαία σε ομάδες οι οποίες προπονούνταν μία, δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, ενώ ένα άλλο ξεχωριστό γκρουπ, το όποιο δεν έκανε καθόλου προπόνηση, χρησιμοποιήθηκε για σύγκριση. Περιοδικά, οι ερευνητές έλεγχαν τους εθελοντές για τη δύναμή τους, τη σωματική και μεταβολική τους υγεία καθώς επίσης και για τη στάση που κρατούσαν απέναντι στις προπονήσεις, εάν τις έβρισκαν αποθαρρυντικές ή ελκυστικές και ποσό δύσκολο ήταν για αυτούς να βρουν χρόνο και να αποφασίσουν να έρθουν σε αυτές. Αυτή η ρουτίνα κράτησε για έξι μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων τα άτομα που σήκωναν βάρη είχαν ήδη αυξήσει τη δύναμή τους και είχαν βελτιώσει πολλές πτυχές της υγείας τους, ακόμη και αν έκαναν τη συγκεκριμένη προπόνηση μία φορά την εβδομάδα. Έπειτα αφού τέλειωσαν οι μήνες της προπόνησης αντίστασης υπό επιτήρηση, οι αθλούμενοι συνέχισαν τις ασκήσεις μόνοι τους. Οι ερευνητές τούς εξήγησαν πως δε θα μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου και τους έδωσαν πληροφορίες για κατάλληλα και χαμηλής τιμής γυμναστήρια στην περιοχή. Όμως, κάθε προπόνηση στο εξής θα γινόταν με δική τους θέληση. Οι ερευνητές περίμεναν έξι μήνες και έπειτα επικοινώνησαν με τους εθελοντές για να δουν ποιος συνέχιζε την προπόνηση με τα βάρη και ποσό συχνά. Επικοινώνησαν ξανά και τους μεθεπόμενους έξι μήνες. Προς έκπληξή τους βρήκαν πως ένα χρόνο μετά τη λήξη της επίσημης έρευνας, σχεδόν οι μισοί από τους εθελοντές συνέχιζαν να προπονούνται με βάρη για τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. «Έχουμε εκτιμήσει ένα ποσοστό 30%» λέει η Tiia Kekalainen, μια ερευνήτρια του πανεπιστήμιου Jyvaskyla η όποια ηγήθηκε την ψυχολογική έρευνα με κύριο συγγραφέα τον Simon Walker και άλλους. Επίσης εκπληκτικό ήταν πως οι ερευνητές ανακάλυψαν χαμηλή συσχέτιση μεταξύ μυών και κινήτρου. Οι άνθρωποι που είχαν αποκτήσει την περισσότερη δύναμη και μυϊκή μάζα κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν ήταν αναγκαστικά αυτοί που προπονούνταν εντατικά. Αντιθέτως, ήταν αυτοί που είχαν έρθει στο γυμναστήριο για να νιώσουν πιο ενεργοί. Εάν η αποτελεσματικότητα κάποιου, είχε αυξηθεί ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της έρευνας, αυτός ή αυτή συνέχιζαν να σηκώνουν βάρη. Έτσι λοιπόν η κ.Kekalainen αναφέρει πως οι άνθρωποι που απολαμβάνουν μια προπόνηση με βάρη και νιώθουν ικανοί να την ολοκληρώσουν, έψαξαν και έγιναν μέλη ενός νέου γυμναστηρίου και πήγαιναν για προπονήσεις ακόμη και αν δεν ωθούνταν από τους ερευνητές ή αν δεν ενθαρρύνονταν και ένιωθαν ανταγωνισμό από τους υπόλοιπους εθελοντές. «Ανακάλυψαν πως η προπόνηση με βάρη είναι κάτι που απολαμβάνουν» λέει η κ.Kekalainen. Επίσης οι περισσότεροι από αυτούς είπαν στους ερευνητές ότι η προπόνηση με βάρη τους παρέχει αυτοπεποίθηση σε κάθε τους φυσική δραστηριότητα και εκτός γυμναστηρίου. «Θα μπορούν να κάνουν πράγματα που πριν νόμιζαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν» λέει η κ.Kekalainen. Φυσικά, οι μισοί περίπου από τους εθελοντές είπαν σε εκείνη και στους υπόλοιπους ερευνητές ότι «προτιμούν αλλά είδη γυμναστικής» και ο μεγαλύτερος αριθμός από αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες, δε σηκώνει πλέον βάρη. Η κ.Kekalainen και οι συνεργάτες της ελπίζουν μελλοντικά σε έρευνες που θα ανακαλύψουν τους λόγους που οδήγησαν κάποιους ανθρώπους στο να σηκώνουν βάρη, καθώς και τους λόγους που κάποιους άλλους η προπόνηση αυτή δεν τους ενέπνευσε. Ελπίζουν επίσης, να ανακαλύψουν πώς η ρουτίνα της προπόνησης με βάρη μπορεί να δομηθεί ώστε να προσελκύσει και αυτούς που αμφιβάλλουν για τις θετικές επιδράσεις της. Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν να σηκώνουν βάρη οφείλουν να ψάξουν για τάξεις ή για προπονητές που εξειδικεύονται σε αρχάριους, ώστε να μάθουν να προπονούνται με ασφάλεια. Πάντως το γενικό συμπέρασμα από την έρευνα, λέει η κ.Kekalainen, είναι πως για να ανακαλύψεις πώς νιώθεις με την προπόνηση με βάρη, πρώτα χρειάζεται να προπονηθείς με αυτά. ΠΗΓΗ NEW YORK TIMES Gretchen Reynolds Phys Ed columnist